Κώστας Κρυστάλλης
(1868-1894)
Εθνικός ποιητής και πεζογράφος, γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στην πατρίδα του και μετά στη περίφημη “Ζωσιμαία σχολή” των Ιωαννίνων, όπου εμπορεύονταν ο πατέρας του.
Μαθητής ακόμη το 1886, δημοσίευσε το πρώτο του πατριωτικό ποίημα “Σκιές του Άδου” στο οποίο “έδωσε εν συντομία τας διαφόρους μάχας της Ελληνικής Επαναστάσεως”. Το ποίημα αυτό τον έκανε γνωστό, αλλά προκάλεσε την οργή των Τουρκικών αρχών και αναγκάστηκε να ξεφύγει και ύστερα από πολλές περιπέτειες έφτασε στην Αθήνα. Καταδικάστηκε ερήμην σε 25 χρόνια εξορία στη Βαγδάτη, από τους Τούρκους. Στην Αθήνα αντιμετώπισε σκληρότατες βιοτικές συνθήκες, γιατί το κράτος δεν έδωσε καμία βοήθεια στον καταδιωκόμενο από τους Τούρκους νεαρό Κρυστάλλη.
Εργάστηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες σε τυπογραφείο, στο εγκυκλοπαιδικό λεξικό “Μπαρστ και Χίρστ” στο περιοδικό “Εβδομάς” και προσελήφθη υπάλληλος στους ΣΠΑΠ. Παράλληλα με την εργασία ξενυχτούσε διαβάζοντας και γράφοντας. Η υπερεντατική εργασία επέσκαψε την λεπτή του υγεία και προσβλήθηκε από φυματίωση.
Το 1890 κυκλοφόρησε την ποιητική του συλλογή “Αγροτικά”, που επαινέθηκαν στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Το 1891 δημοσίευσε τη μελέτη του “Οι Βλάχοι της Πίνδου”. Το 1893 εξέδωσε τα “Τραγούδια του Χωριού και της Στάνης” και το 1894 τα “Πεζογραφήματα”. Άλλα έργα του είναι τα εξής “Χελιδόνες”, “Ο καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου” κ.ά. Η ασθένειά του εξελίσσονταν επικίνδυνα και αναχώρησε για την Κέρκυρα με την ελπίδα να βελτιωθεί. Εκεί όμως η κατάσταση επιδεινώθηκε και με προτροπή της αδελφής του που έμενε στην Άρτα πήγε εκεί. Ύστερα από λίγες ημέρες πέθανε στις 22 Απριλίου 1894.
To Υπουργείο Παιδείας κήρυξε το 1994 ως “Έτος Κώστα Κρυστάλλη”.
Κανείς από τους ποιητές μας δεν αγάπησε και δεν τραγούδησε τη φύση, τις ομορφιές της και τα ψηλά λεβέντικα βουνά της πατρίδας μας, όσο ο Κώστας Κρυστάλλης. Και αυτό τον έκανε αξιαγάπητο και κοσμοαγάπητο σε όλη την Ελλάδα. Και το κρυσταλλένιο τραγούδι του με την ειλικρίνεια και τον τόνο του δημοτικού τραγουδιού, με τις ωραίες του ποιητικές εικόνες και το δυνατό του στίχο, κυλάει από κει με το κελάρυσμα των ρυακιών και φτάνει σ’ εμάς απλό και καθάριο, αγνό, όπως ήταν ο ίδιος. “Άγουρος του χωριού κι εγώ, παιδί κι εγώ της στάνης, όσες φορές κάμπους, βουνά, στάνες, χωριά διαβαίνω κι οργώματα και ποταμιές, τέτοια τραγούδια λέγω”.